- έμμονος
- η , ο [ος , ον ]1) настойчивый, упорный, твёрдый; 2) стойкий; устойчивый;
έμμονα αέρια — стойкие газы;
έμμονη ιδέα — навязчивая идея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έμμονα αέρια — стойкие газы;
έμμονη ιδέα — навязчивая идея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔμμονος — abiding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμονος — η, ο (AM ἔμμονος, ον) αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερός νεοελλ. φρ. 1. «έμμονη ιδέα» ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση τού ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του 2. «έμμονα αέρια» μη πτητικά αέρια 3 … Dictionary of Greek
έμμονος — η, ο επίρρ. α 1. επίμονος, σταθερός, διαρκής. 2. φρ., «έμμονη ιδέα», η παθολογική παραμονή μιας ιδέας στη συνείδηση, που καταντά βασανιστική γι αυτόν που την έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμμονώτερον — ἔμμονος abiding masc acc comp sg ἔμμονος abiding neut nom/voc/acc comp sg ἔμμονος abiding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόνως — ἔμμονος abiding adverbial ἔμμονος abiding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμονον — ἔμμονος abiding masc/fem acc sg ἔμμονος abiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόνοις — ἔμμονος abiding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόνου — ἔμμονος abiding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόνους — ἔμμονος abiding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόνων — ἔμμονος abiding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόνῳ — ἔμμονος abiding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)